- προχειμάζω
- Α1. (για τον καιρό) δείχνω ότι έρχεται θύελλα2. (για τη σελήνη) προκαλώ πρώιμες θύελλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + χειμάζω «προκαλώ κακοκαιρία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προχειμάζει — προχειμάζω to be stormy before pres ind mp 2nd sg προχειμάζω to be stormy before pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειμάσαντος — προχειμάζω to be stormy before aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχείμασις — άσεως, ἡ, Α [προχειμάζω] πρώιμος χειμώνας, κακοκαιρία … Dictionary of Greek